ψωμοτύρι

ψωμοτύρι
το
1. ψωμί και τυρί.
2. φτωχή τροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψωμοτύρι — και ψωμότυρο, το, Ν 1. ψωμί και τυρί ως αποκλειστική τροφή 2. (γενικά) φτωχό γεύμα 3. φρ. «τό έχει ψωμοτύρι» τό λέει [ή τό κάνει] συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + τυρί] …   Dictionary of Greek

  • ψωμότυρο — το βλ. ψωμοτύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”